Η ελληνική παράδοση της προσφοράς για το κοινό καλό ξεκινά από την εποχή της αρχαίας Αθήνας τον 5ο αιώνα π.Χ., όταν και οι πολίτες προσέφεραν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους σε σημαντικές θέσεις δημοσίου συμφέροντος. Ακολούθησαν οι μεγάλοι ευεργέτες του Έθνους με συναφείς δράσεις, ωστόσο ο εθελοντισμός στην Ελλάδα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως δράση που υλοποιείται ευρέως. Ιστορικά, τα χαρακτηριστικά που κυριάρχησαν στην ελληνική κοινωνία των πολιτών ήταν:
- Ισχυρή παρέμβαση της Πολιτείας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών.
- Αδύναμη κυβερνητική υποστήριξη προς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ).
- Κοινωνία που χαρακτηρίζεται από ατομισμό και εξαρτάται από ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς.
Οι Έλληνες δείχνουν να μην έχουν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη κοινωνική εμπιστοσύνη, η οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη εθελοντικών οργανώσεων. Αυτό επιδεινώνεται στο πλαίσιο ενός έντονα συγκεντρωτικού κράτους. Παρόλα αυτά, το τελευταίο διάστημα ένα νέο κύμα εθελοντισμού έχει αρχίσει να ξεδιπλώνεται στην Ελλάδα, κάτι που οφείλεται σε μια σταδιακή αλλά συνεχή μεταμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας και ανάπτυξη του αισθήματος της αλληλεγγύης. Η βιβλιογραφία δείχνει αύξηση του αριθμού των μη κερδοσκοπικών και εθελοντικών οργανώσεων, με ταυτόχρονη αύξηση των πολιτών που συμμετέχουν σε αυτές.
Με αφορμή τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004 στην Αθήνα, υπήρξε επιτακτική η ανάγκη για οργάνωση και προώθηση του εθελοντισμού στην Ελλάδα. Η κοινωνία των πολιτών εκφράστηκε μέσα από τη δημιουργία συλλογικών φορέων, συλλόγων, σωματείων και εθελοντικών οργανώσεων, καθώς και µε αύξηση των άτυπων οργανώσεων. Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη αυτή έπαιξε η προβολή και η προώθηση του εθελοντισμού μέσα από τα ΜΜΕ, αρκετό διάστημα πριν από την επίσημη έναρξη των αγώνων. Μέχρι τότε πάντως, η ενασχόληση µε τον εθελοντισμό δεν είχε ακόμα πλήρη αποδοχή από την ελληνική κοινωνία και δεν αποτελούσε διαδεδομένη κοινωνική πρακτική. Οι Έλληνες ήταν διστακτικοί και δεν λειτουργούσαν ως ενεργοί πολίτες, ενώ οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και οι κοινότητες βασίζονταν στην ιδιωτική πρωτοβουλία ή αναλάμβαναν εθελοντικές δράσεις µε στόχο την αυτοπροβολή ατόμων που ασκούσαν την εξουσία.
Το 2011 και µε την εφαρμογή του σχεδίου «Καλλικράτης», άρχισε να διαφαίνεται ενίσχυση των εθελοντικών δράσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η παροχή υποστήριξης από την πλευρά των Δήμων δεν αφορούσε πλέον αποκλειστικά τις ΜΚΟ, αλλά και τις άτυπες ομάδες που είχαν αυξηθεί σημαντικά, κάτι που συνάμα είναι ενδεικτικό των ελλείψεων του κράτους στον τομέα της κοινωνικής προσφοράς. Εκείνη την εποχή, αρκετοί πολίτες και κυρίως οι νέοι στράφηκαν σε άτυπες ομάδες εθελοντισμού. Μπορεί να υποτεθεί ότι οι νέοι εκδηλώνουν ενθουσιασμό και συμμετέχουν εύκολα σε εθελοντικές δράσεις, ωστόσο, τα κεφάλαιά τους δεν τους επιτρέπουν να δωρίζουν χρήματα τόσο συχνά όσο άλλες ηλικιακές ομάδες. Επιπλέον, βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ του φύλου και της γνώμης για τις ΜΚΟ με περισσότερες γυναίκες να έχουν θετική γνώμη. Όσον αφορά το ερευνητικό ερώτημα εάν οι πολίτες της Ελλάδας συμμετέχουν σε εθελοντικές δραστηριότητες και αν όχι, ποιοι είναι οι λόγοι, διαπιστώθηκε ότι το 70% των ερωτηθέντων δεν έχει συμμετάσχει σε καμία μορφή εθελοντικής δράσης τα τελευταία 3 χρόνια.
Σχετικές έρευνες έχουν δείξει πως ο εθελοντισμός σχετίζεται σημαντικά με το φύλο, την ηλικία, την επαγγελματική τάξη και την εργασιακή κατάσταση των ερωτηθέντων. Πιο συγκεκριμένα, περισσότερες γυναίκες (10,3%) από άντρες (5,7%) προσφέρουν εθελοντική βοήθεια για πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο. Επιπλέον, τα άτομα με τριτοβάθμια εκπαίδευση (14,1%) είναι πιο πιθανό να προσφερθούν εθελοντικά σε σύγκριση με άτομα με μέση (6,7%) ή χαμηλότερη εκπαίδευση (6,6%). Όσον αφορά το εισόδημα, τα άτομα με μεσαίο εισόδημα έχουν τον υψηλότερο επιπολασμό του εθελοντισμού (9,2%), ενώ τα άτομα με χαμηλό εισόδημα (δηλαδή κάτω από 775 ευρώ) το χαμηλότερο (5,9%). Ο εθελοντισμός είναι πιο δημοφιλής μεταξύ ατόμων ανώτερης επαγγελματικής τάξης από ό,τι σε άτομα μέσης ή κατώτερης ς (7,2%). Τέλος, οι εθελοντές για πρόσφυγες/άσυλο δείχνουν να έχουν πολύ μεγαλύτερη κοινωνική εμπιστοσύνη από τους μη εθελοντές. Κλείνοντας, αξίζει να αναφερθεί πως η μέση τιμή θρησκευτικότητας είναι χαμηλότερη μεταξύ των εθελοντών από τους μη εθελοντές, ωστόσο η αναφερόμενη διαφορά είναι μη σημαντική.